Κυριακή, Απριλίου 13, 2008

Αν είναι δυνατόν!

Τον ρώτησαν:

-Εσύ, που καταγίνεσαι με δαύτα, και τα ψάχνεις. Πες μας. Βλέπεις καμιά σχέση, καμιά αναλογία βρε αδερφέ, ανάμεσα στο ντοπάρισμα των αθλητών και στο θεσμό του φροντιστηρίου;

Και εκείνος, λογικά έκπληκτος -και ενοχλημένος μπορώ να σου πω-, απάντησε:

-Όχι βέβαια!!! Πώς σας ήρθε αυτό πάλι;

Σάββατο, Απριλίου 12, 2008

Τι θέλει εδώ ένα τέτοιο παραμύθι;

Αρχές του 20ου Αιώνα.
Για να φανταστείς, εκεί, κατά το 1900.
Έρχεται που λες, από το χωριό ο αγράμματος αδελφός, για να συναντήσει στην Πρωτεύουσα το μεγάλο και τρανό αδελφό του.
δελφέ του λέει, όπως θυμάσαι τότενες που πήρες την απόφαση να φύγεις και να πάρεις των οματιών σου να 'ρθεις εδώ, η μάνα μας, σε όρκισε να με προσέχεις. Στο χωριό τα πράγματα δεν πάνε καλά. Ήρθα εδώ στην Πρωτεύουσα να μου βρεις μια δουλειά να κάνω κι εγώ χαΐρι!

-Μικρέ μου αδελφέ, το λόγο που έδωσα στη μάνα μας, εγώ δεν τον πατάω! Με την ευχή της έγινα τρανός, -άρχοντας της πόλης τούτης και πολλών ακόμα-, με την ευχή της θε να πορευτώ! Τράβα μια βόλτα εδώ στην περιοχή, διάλεξε μια δουλειά που σου αρέσει και έλα να μου πεις να σε στείλω αμέσως να δουλέψεις εκεί.

Περιχαρής ο ήρωας της ιστορίας μας, βγαίνει στο σεριάνι.
Πού να σου περιγράφω τώρα τι είδε, πόσες φορές γλίστρησε πατώντας στις καβαλίνες, πόσο πολύ θαύμαξε τα συντριβάνια, πόσο τρόμαξε με κειό το θηρίο πού θύμωνε και έβγαζε καπνούς γιατί τόχανε να γλιστράει πάνω στα σίδερα, πόσο χάρηκε τον αέρα της Πρωτεύουσας ...
Γιομάτος θαυμασμό και απορίες, και με την απόφαση εδώ θα μείνω να τα χαρώ ούλα αυτούνα, γύρισε στον αδελφό του.

-Τι έγινε, τον ρώτησε εκείνος. Βρήκες του δουλειά που θέλεις να κάνεις;
-Βρήκα τού απαντάει. Δηλαδής, βρήκα πολλές. Αλλά μια μου άρεσε πιο πολύ!

-Και ποια είναι αυτή;

-Να, αδελφέ, καθώς περπατούσα εκιά στη μεγάλη πλατεία που τη λέτε του συντάματος, είδα κάποιους που παίζανε μουσικές. Είχανε ο καθένας από ένα όργανο και κάτι τις κάνανε. Εγώ βέβαια δεν ξέρω να παίζω μουσικές, και δε θα σούλεγα τίποτα. Είδα όμως ότι ενώ όλοι τους είχανε κάτι τις και το τυραγνούσανε, ήτανε κι ένας ανεβασμένος πάνω σε ένα κουτί ξύλινο και κουνούσε τα χέρια του. Φορούσε και μια όμορφη στολή. Μια χαρά ήταν.
Αυτός κουνούσε τα χέρια του και οι άλλοι παίζανε ο καθένας το σκοπό του. Όπως σου είπα εγώ μουσική δεν ξέρω, να κουνάω τα χέρια μου όμως μπορώ.
Αυτούνη τη δουλειά θέλω...





Το πρωτοάκουσα, πιτσιρικάς από τον πατέρα μου.
Θάμουνα δε θάμουνα 5 χρονών.
Έκτοτε δεν το ξανάκουσα.
Ίσως, γιατί το βλέπω καθημερινά!!!