Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Τα νέα σχολικά βιβλία

Είναι πολύ σημαντικό το ζήτημα των σχολικών εγχειριδίων για να τύχει της αντιμετώπισης που του επιφυλάχτηκε πρόσφατα από μεγάλη μερίδα των απεργούντων εκπαιδευτικών. Με λύπη μου είδα δασκάλους να ωρύονται δημοσίως και να καταγγέλλουν, με τους βαρύτερους χαρακτηρισμούς, τα καινούρια σχολικά βιβλία που δοκιμάζονται από φέτος στις τάξεις του Δημοτικού και του Γυμνασίου· με λύπη μου διάβασα ενστάσεις για βιβλία που όχι μόνο δεν είναι «εξωτικά», αλλά υλοποιούν αρχές και εφαρμόζουν πρακτικές που κάθε εκπαιδευτικός έχει διδαχτεί στο Πανεπιστήμιο. Και επιμένω να αμφιβάλλω όχι αν τα διάβασαν οι διαμαρτυρόμενοι συνδικαλιστές, αλλά αν, έστω, τα διέτρεξαν, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να αρχίσω να ανησυχώ: ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε η δημόσια καταδίκη των νέων εγχειριδίων δεν δίνει εγγυήσεις για την ποιότητα των δασκάλων μας ή για το είδος της εκπαίδευσης που είναι πρόθυμοι να παράσχουν στα παιδιά μας.

Η αντιπολίτευση είναι ολότελα στείρα, όταν οτιδήποτε θέτει σε εφαρμογή μια κυβέρνηση αντιμετωπίζεται εκ προοιμίου απορριπτικά· πολλώ δε μάλλον όταν ο διαγωνισμός (προσοχή: επιτέλους διαγωνισμός και όχι ανάθεση) για τα νέα σχολικά εγχειρίδια έγινε επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ, το εγχείρημα προχώρησε επί υπουργίας Ευθυμίου και η νυν υπουργός απλώς ενέκρινε το έργο. Η απεργία των δασκάλων είχε στόχο -και μάλιστα δίκαιο στόχο· όμως η μαξιμαλιστική αρνητική διάχυση προς όλες τις κατευθύνσεις αυτόν τον στόχο τον θόλωνε και τον αδικούσε. Οι δάσκαλοι ορθότατα διεκδικούν. Πόσο παρήγορο θα ήταν, ωστόσο, να υπογράμμιζαν με τον αγώνα τους πως οραματισμός και δράση δεν βρίσκονται σε διάσταση, πως μπορεί να συμπορεύονται ρεαλισμός και ουτοπία. Πόσο σπουδαίο θα 'τανε να βρεθούν για λίγο και από την απέναντι πλευρά της έδρας τους και να μιλήσουν, όχι για τη δική τους απαξίωση, αλλά για την κριτική, ηθική, πρωτοβουλιακή, εν τέλει, απονεύρωση, στην οποία υποβάλλονται οι μαθητές τους, τόσο από το εκπαιδευτικό σύστημα όσο και από τον ενήλικο κόσμο, που πριν τους υποδεχτεί, φροντίζει, με κάθε τρόπο, να τους εξουδετερώσει ως σκεπτόμενες μοναδικότητες. Και πόσο γόνιμο να διακηρύξουν πως πέρα από τα οικονομικά αιτήματα ζητούν να παραμείνει ανόθευτο εκείνο το άλλο, το μη μετρήσιμο, το μη κοστολογημένο άλλο που συνθέτει την ίδια τους την ιδιότητα: η ουσία της παιδείας.

Αυτό το «άλλο» φαίνεται ότι επιχείρησαν να προσεγγίσουν τα καινούρια σχολικά βιβλία ή, έστω, ότι σ' αυτό προσέβλεπαν. Και ας γίνω αναλυτικότερη: Το μάθημα της γλώσσας δεν εστιάζεται πια στην κατανόηση του νοήματος («τι λέει το κείμενο»), αλλά στην αναγνώριση του είδους του κειμένου και στον εντοπισμό του λειτουργικού του ρόλου («γιατί έχει αυτή τη μορφή το περιεχόμενο, για ποιο λόγο έχει παραχθεί»). Στόχος του γλωσσικού μαθήματος είναι να κατανοούν και να παράγουν οι μαθητές όλα τα είδη κειμένων, ώστε να γίνουν ικανοί χειριστές της γλώσσας, γι' αυτό και επιτέλους διδάσκονται (με την κατάλληλη επιλογή, ανάλογα με την ηλικία τους) και άρθρα εφημερίδων και ενημερωτικά φυλλάδια και διαφημίσεις (έδωσαν και πήραν εδώ οι κοντόφθαλμες καταγγελίες περί «εισβολής της αγοράς στα διδακτικά βιβλία» και μετατροπής των δασκάλων «σε πλασιέ εμπορικών προϊόντων). Τα νέα βιβλία κινούνται στο πλαίσιο της κριτικής ανάγνωσης-αποκωδικοποίησης κειμένων και αποσκοπούν στη διαμόρφωση κριτικής στάσης από την πλευρά των μαθητών. Το κείμενο της διαφήμισης δεν είναι εξ ορισμού δαιμονικό (όπως και το κείμενο της λογοτεχνίας δεν είναι καθαγιασμένο): είναι ένα μέσο επικοινωνίας όπως όλα τα άλλα, με ιδιαιτερότητες και ψυχολογικό περιεχόμενο που πρέπει να αναλυθούν και να κατανοηθούν στην τάξη. Οσο για το πολυσυζητημένο βιβλίο της ιστορίας της Στ' Δημοτικού, που ενόχλησε τόσο τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο όσο και την ΚΝΕ (βλ. «Ριζοσπάστης» 8/10), αυτό επιχειρεί, να απομακρυνθεί από την Ιστορία ως μάθημα αποστήθισης γεγονότων και ημερομηνιών, ως μάθημα εθνικής προπαγάνδας και εθνικών μύθων και να γίνει ένα βιβλίο-εργαλείο: να μάθει τα παιδιά να μην εθίζονται στη λογική τού άσπρου - μαύρου, αλλά να διακρίνουν τις αποχρώσεις· να συνδυάζουν την πληροφορία με την πηγή της· να αποφεύγουν τις απλουστεύσεις και τα στερεότυπα και να μη βολεύονται με έτοιμες «αλήθειες». Αν όλα αυτά δεν αποτελούν την ουσία της παιδείας, τότε, πράγματι, το περιεχόμενο αυτής της έννοιας πρέπει, επειγόντως, να αναπροσδιοριστεί.

(ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίας, 10/11/2006)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ναι μακρινό... Που ενώνει όμως;) Καλώς σε βρήκα:)