του Ανδρέα Ανδριανόπουλου (τα ΝΕΑ, 8/12/2006)
Στο επίπεδο που βρίσκεται σήμερα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ημίμετρα και σταδιακές αλλαγές δεν πρόκειται να σώσουν την κατάσταση. Διότι απλώς δεν θα προλάβουμε τις εξελίξεις και δεν θα έχουμε εγκαίρως μια ανθρώπινη εργατική - παραγωγική δύναμη ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής. Με ό,τι τραγικό αυτό θα σημάνει για τη χώρα. Γι' αυτό, κατ' αρχήν, θα πρέπει να καταλάβουμε πως το Σύνταγμα δεν είναι νόμος ή κανονιστική διάταξη που να ρυθμίζει τα πάντα λεπτομερειακά. Ρόλος του καταστατικού χάρτη είναι να ανοίγει δρόμους και να αφήνει ανοιχτές τις δυνατότητες για κάθε λογής ρυθμίσεις και εξελίξεις. Γι' αυτό και δεν θα πρέπει να θεσμοθετηθεί διάταξη που να μιλά για μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Απλώς θα πρέπει να καταργηθεί η υπάρχουσα φρασεολογία που εναποθέτει στο κράτος την ευθύνη για την παροχή της ανώτατης παιδείας. Από εκεί και πέρα ο νόμος θα καθορίζει τις υπόλοιπες λεπτομέρειες και εφαρμογές.
Στον τομέα της μέσης εκπαίδευσης εκτιμώ σαν απαραίτητη την ενδυνάμωση του ρόλου των γονιών στη λειτουργία των σχολείων, στην επιλογή δασκάλων και καθηγητών αλλά και στην εξειδίκευση της διδακτέας ύλης μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο γνωστικού αντικειμένου που θα καθορίζεται από κάποιον κεντρικό φορέα. Στόχος θα πρέπει να είναι το λιγότερο κράτος και η περισσότερη κοινωνία. Η εισαγωγή του θεσμού των κουπονιών θα ήταν μια καλή ιδέα ώστε οι γονείς να αποκτήσουν πραγματική δυνατότητα επιλογής, αλλά και δύναμη για το σχολείο που θα πηγαίνουν τα παιδιά τους και που ταυτόχρονα θα επιβάλει ένα καθεστώς υγιούς ανταγωνισμού ανάμεσα σε σχολεία και καθηγητές, διότι εκείνα που δεν θα συγκεντρώνουν τις προτιμήσεις του κόσμου θα έχουν σοβαρό πρόβλημα υπο-χρηματοδότησης.
Στον τομέα της ανώτατης παιδείας εκτιμώ πως πριν από όλα τα άλλα επιβάλλεται η εισαγωγή ενός συστήματος ανταγωνισμού ανάμεσα στα δημόσια πανεπιστήμια. Γιατί είναι διαφορετικά τα μόρια που χρειάζονται οι υποψήφιοι φοιτητές για να μπουν από τη μία σχολή στην άλλη; Διότι προφανώς εκτιμώνται διαφορετικά οι δυνατότητες και το κύρος της κάθε σχολής. Γιατί όμως μόλις βγουν τα πάντα ισοπεδώνονται; Είναι όλοι μηχανικοί ή νομικοί ανεξάρτητα από το ποια σχολή έχουν βγάλει. Και με βάση αυτήν την ισοπέδωση τρέχουν εν συνεχεία στη ζωή. Αυτό είναι λάθος. Οι σχολές θα πρέπει να έχουν την αυτονομία να επιλέγουν τους φοιτητές που θα δεχθούν (πόσους, με ποιο βαθμό απολυτηρίου) και να καθορίζουν τα μαθήματα που θα διδάσκουν, δίχως την παραμικρή ανάμειξη του υπουργείου Παιδείας.
Οι πανεπιστημιακές σχολές επίσης θα πρέπει να καθορίζουν τον τρόπο επιλογής των καθηγητών, τι προσόντα θα πρέπει να έχουν καθώς και την εσωτερική τους διάρθρωση (συμμετοχή ή όχι φοιτητών σε διάφορες επιλεκτικές διαδικασίες, με τι τρόπο, αντίληψη περί ασύλου κ.λπ). Είναι αδιανόητο κεντρικοί νόμοι να καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας όλων των πανεπιστημιακών σχολών και να ισοπεδώνονται τα πάντα προς τα κάτω.
Μοναδική δουλειά του κράτους θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση αντικειμενικής αξιολόγησης της δουλειάς που γίνεται σε κάθε πανεπιστήμιο (με εκτιμητές ίσως της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ώστε η ισοπέδωση να εξαφανισθεί. Και οι απόφοιτοι σχολών που θα είναι κάτω κάποιας βαθμίδας να μη γίνονται δεκτοί σε εξετάσεις κάποιων και κρατικών ακόμη φορέων (λ.χ. υπ. Εξωτερικών και Εθνικής Οικονομίας). Τα δε μη κρατικά πανεπιστήμια, που σε δεύτερη φάση θα μπορούν να ιδρυθούν, να έχουν την ίδια ανεξαρτησία λειτουργίας αλλά και τις ίδιες υποχρεώσεις δημόσιας αξιολόγησης.
Έτσι, θα αναπτυχθεί ένας σοβαρός ανταγωνισμός που θα οδηγήσει την Παιδεία προς τα πάνω και θα διευρύνει τις δυνατότητες της γνώσης για τη χώρα. Επίσης και η χρηματοδότηση θα διαρθρώνεται ανάλογα με την αξιολόγηση και οι γονείς/φοιτητές θα έχουν δυνατότητες επηρεασμού της εφόσον επιλέγουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, ενώ έχουν επιτύχει σε κρατικές σχολές, μεταφέροντας έτσι προς αυτά τον όγκο της ατομικής τους χρηματοδότησης (ατομικό κόστος ανά φοιτητή που μεταφέρεται στα πανεπιστήμια που επιλέγει).
Αυτές δεν είναι παρά μερικές γενικές εισαγωγικές σκέψεις, αλλά υποδεικνύουν τη λογική πάνω στην οποία θα πρέπει να κινηθεί η παιδεία της χώρας για να γίνουμε πραγματικά ανταγωνιστικοί σαν χώρα και ιδιαίτερα σαν οικονομία.
Στον τομέα της μέσης εκπαίδευσης εκτιμώ σαν απαραίτητη την ενδυνάμωση του ρόλου των γονιών στη λειτουργία των σχολείων, στην επιλογή δασκάλων και καθηγητών αλλά και στην εξειδίκευση της διδακτέας ύλης μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο γνωστικού αντικειμένου που θα καθορίζεται από κάποιον κεντρικό φορέα. Στόχος θα πρέπει να είναι το λιγότερο κράτος και η περισσότερη κοινωνία. Η εισαγωγή του θεσμού των κουπονιών θα ήταν μια καλή ιδέα ώστε οι γονείς να αποκτήσουν πραγματική δυνατότητα επιλογής, αλλά και δύναμη για το σχολείο που θα πηγαίνουν τα παιδιά τους και που ταυτόχρονα θα επιβάλει ένα καθεστώς υγιούς ανταγωνισμού ανάμεσα σε σχολεία και καθηγητές, διότι εκείνα που δεν θα συγκεντρώνουν τις προτιμήσεις του κόσμου θα έχουν σοβαρό πρόβλημα υπο-χρηματοδότησης.
Στον τομέα της ανώτατης παιδείας εκτιμώ πως πριν από όλα τα άλλα επιβάλλεται η εισαγωγή ενός συστήματος ανταγωνισμού ανάμεσα στα δημόσια πανεπιστήμια. Γιατί είναι διαφορετικά τα μόρια που χρειάζονται οι υποψήφιοι φοιτητές για να μπουν από τη μία σχολή στην άλλη; Διότι προφανώς εκτιμώνται διαφορετικά οι δυνατότητες και το κύρος της κάθε σχολής. Γιατί όμως μόλις βγουν τα πάντα ισοπεδώνονται; Είναι όλοι μηχανικοί ή νομικοί ανεξάρτητα από το ποια σχολή έχουν βγάλει. Και με βάση αυτήν την ισοπέδωση τρέχουν εν συνεχεία στη ζωή. Αυτό είναι λάθος. Οι σχολές θα πρέπει να έχουν την αυτονομία να επιλέγουν τους φοιτητές που θα δεχθούν (πόσους, με ποιο βαθμό απολυτηρίου) και να καθορίζουν τα μαθήματα που θα διδάσκουν, δίχως την παραμικρή ανάμειξη του υπουργείου Παιδείας.
Οι πανεπιστημιακές σχολές επίσης θα πρέπει να καθορίζουν τον τρόπο επιλογής των καθηγητών, τι προσόντα θα πρέπει να έχουν καθώς και την εσωτερική τους διάρθρωση (συμμετοχή ή όχι φοιτητών σε διάφορες επιλεκτικές διαδικασίες, με τι τρόπο, αντίληψη περί ασύλου κ.λπ). Είναι αδιανόητο κεντρικοί νόμοι να καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας όλων των πανεπιστημιακών σχολών και να ισοπεδώνονται τα πάντα προς τα κάτω.
Μοναδική δουλειά του κράτους θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση αντικειμενικής αξιολόγησης της δουλειάς που γίνεται σε κάθε πανεπιστήμιο (με εκτιμητές ίσως της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ώστε η ισοπέδωση να εξαφανισθεί. Και οι απόφοιτοι σχολών που θα είναι κάτω κάποιας βαθμίδας να μη γίνονται δεκτοί σε εξετάσεις κάποιων και κρατικών ακόμη φορέων (λ.χ. υπ. Εξωτερικών και Εθνικής Οικονομίας). Τα δε μη κρατικά πανεπιστήμια, που σε δεύτερη φάση θα μπορούν να ιδρυθούν, να έχουν την ίδια ανεξαρτησία λειτουργίας αλλά και τις ίδιες υποχρεώσεις δημόσιας αξιολόγησης.
Έτσι, θα αναπτυχθεί ένας σοβαρός ανταγωνισμός που θα οδηγήσει την Παιδεία προς τα πάνω και θα διευρύνει τις δυνατότητες της γνώσης για τη χώρα. Επίσης και η χρηματοδότηση θα διαρθρώνεται ανάλογα με την αξιολόγηση και οι γονείς/φοιτητές θα έχουν δυνατότητες επηρεασμού της εφόσον επιλέγουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, ενώ έχουν επιτύχει σε κρατικές σχολές, μεταφέροντας έτσι προς αυτά τον όγκο της ατομικής τους χρηματοδότησης (ατομικό κόστος ανά φοιτητή που μεταφέρεται στα πανεπιστήμια που επιλέγει).
Αυτές δεν είναι παρά μερικές γενικές εισαγωγικές σκέψεις, αλλά υποδεικνύουν τη λογική πάνω στην οποία θα πρέπει να κινηθεί η παιδεία της χώρας για να γίνουμε πραγματικά ανταγωνιστικοί σαν χώρα και ιδιαίτερα σαν οικονομία.
1 σχόλιο:
χα, χα, χα, χα.
Προφανώς δεν έχει ιδέα για το αντικείμενο ο κ. Ανδριανόπουλος. Αδυνατώ να κάνω κριτική σε τόσο ασυνάρτητες προτάσεις. Ακόμα κι εκεί που συμφωνούμε (τα ΑΕΙ θα πρέπει να επιλέγουν τους φοιτητές τους), μάλλον συμφωνούμε κατά τύχη. Τα υπόλοιπα ανήκουν στη σφαίρα του επουσιώδους και της θεωρητικολογίας γύρω από τις φανταστικές και μαγικές δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς.
Δημοσίευση σχολίου